τοιοσδί — αδί, ονδί, Α (αντων.) επιτ. τ. τού τοιόσδε. επίρρ... τοιωσδί ΜΑ κατά τέτοιο ακριβώς τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε + επιτατ. μόριο ί (πρβλ. ὁδ ί, οὑτοσ ί)] … Dictionary of Greek
ᾎδ' — ᾈδί , ᾍδης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμπάδι — το το θάμπωμα, το θάμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κατάλ. άδι* (πρβλ. γλυκ άδι, κοκκιν άδι)] … Dictionary of Greek
ισάδι — ἰσάδι, τὸ (Μ) ίσιωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος + παραγ. κατάλ. άδι* (πρβλ. ασπρ άδι, γλυκ άδι)] … Dictionary of Greek
ιχνάδι — και αχνάδι τό (Μ ἰχνάδιν) ίχνος («ἀγάπην εἶδα μετ αὐτήν, εἶχ ἐντροπῆ ἰχνάδιν», Λίβ. και Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + άδι (πρβλ. κροκ άδι, σκοτ άδι). Ο τ. αχνάδι προήλθε με προληπτική αφομοίωση τού αρκτικού φωνήεντος ι προς το φωνήεν που ακολουθεί … Dictionary of Greek
κεντράδι — το εμβόλιο δέντρου, μπόλι, ένθεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον με σημ. «κεντρί, αγκάθι» + κατάλ. άδι (πρβλ. γλυκ άδι, κροκ άδι)] … Dictionary of Greek
κοκκινάδι — το (Μ κοκκινάδι) 1. κόκκινο σημάδι, κοκκινίλα 2. καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο χρώμα, κυρίως στα χείλια και στα μάγουλα τών γυναικών νεοελλ. το φυσικό ερυθρό χρώμα που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη τού σώματος ή το κόκκινο χρώμα… … Dictionary of Greek
κοπάδι — το (Μ κοπάδι[ν] Α κοπάδιον) νεοελλ. μσν. (για ζώα) πλήθος, αγέλη 2. ποίμνιο («οι λύκοι ρήμαξαν τα κοπάδια») νεοελλ. 1. ασύντακτο, άτακτο πλήθος ανθρώπων, συρφετός, μπουλούκι 2. φρ. «έχει ένα κοπάδι παιδιά» λέγεται για πολυτέκνους αρχ. τεμάχιο,… … Dictionary of Greek
κοχλάδι — και κοχλίδι και χοχλάδι και χοχλίδι, το (Α κοχλάδιον και κοχλίδιον) μικρός κοχλίας ή μικρός κόχλος νεοελλ. βότσαλο, κροκάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + υποκορ. κατάλ. άδι(ον), πρβλ. γλυκ άδι, κροκ άδι] … Dictionary of Greek
κροκάδι — το ο κρόκος τού αβγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + κατάλ. άδι (πρβλ. κορφ άδι, πετρ άδι)] … Dictionary of Greek